καντηλανάφτης

καντηλανάφτης
και κανδηλανάπτης, ο, θηλ. καντηλανάφτισσα
νεωκόρος, αυτός που φροντίζει για τον καθαρισμό και τον στολισμό τού ναού με κύριο έργο να ανάβει τα καντήλια και τους πολυελαίους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καντήλι + ανάβω κατά τα δραστικά ονόματα σε -της].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καντηλανάφτης — ο θηλ. ισσα αυτός που ανάβει τις καντήλες των εκκλησιών, νεωκόρος: Δε θέλω να πάρω άντρα καντηλανάφτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κανδηλανάπτης — ο καντηλανάφτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καντηλανάφτης] …   Dictionary of Greek

  • αντί — (I) και αντίς πρόθ. (AM ἀντί) 1. (για τόπο) απέναντι, αντίκρυ «στάθηκε αντί στο πέλαγο κι αντί στ άγριο το κύμα» (δημοτ. τραγ.) «μηδ ἀντ ἠελίου τετραμμένος ὀρθὸς ὁμιλεῑν» (Ησίοδ.) 2. σε αντάλλαγμα, σε αντικατάσταση «παρὰ δὲ Ἑρμιονέων νῆσον ἀντὶ… …   Dictionary of Greek

  • εκκλησάρης — και εκκλησιάρης (θηλ. εκκλησάρισσα και εκκλησιάρισσα) νεωκόρος, καντηλανάφτης …   Dictionary of Greek

  • κανδηλάπτηρ — κανδηλάπτηρ, ηρος, ὁ (Α) καντηλανάφτης, αυτός που ανάβει τα καντήλια τού ναού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κανδήλα + ἁπτήρ (< ἅπτω «ανάβω») ο αναβιβασμός τού τόνου λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • κανδηλάπτης — ο (AM κανδηλάπτης) αυτός που ανάβει τα καντήλια και τους πολυελαίους τών εκκλησιών, καντηλανάφτης*, νεωκόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κανδήλα + ἅπτης (< ἂπτω «ανάβω»)] …   Dictionary of Greek

  • νεωκόρος — ο, η (ΑΜ νεωκόρος, Α δωρ. τ. ναοκόρος, και συνηρ. τ. νακόρος και ναυκόρος και νειοκόρος και ποιητ. τ. νηοκόρος) (γενικά) φύλακας και επιστάτης τού ναού ο οποίος κατά την αρχαιότητα λογιζόταν πρόσωπο ιερό και άξιο τιμής νεοελλ. (ειδικά)… …   Dictionary of Greek

  • Τσόσερ, Τζέφρι — (Chaucer, περ. Λονδίνο 1340 – περ. 1400). Άγγλος ποιητής. Από οικογένεια της εμπορικής αστικής τάξης μπήκε νεότατος στο αυλικό περιβάλον και έλαβε μέρος δύο φορές (1359 και 1369) σε πολεμικές εκστρατείες στη Γαλλία. Ολόκληρη τη ζωή του εργάστηκε… …   Dictionary of Greek

  • εκκλησιάρης — εκκλησιάρης, ο και εκκλησάρης, ο θηλ. ισσα καντηλανάφτης, νεωκόρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νεωκόρος — ο ο καντηλανάφτης του ναού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”